ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΕΘΑΙΝΕΙ



  Σαν να παραμαζεύτηκαν οι δύσκολες μέρες. Έρχεται η μία πάνω στην άλλη και προστίθενται, σαν τους υπολογισμούς που κάνεις στο μυαλό σου, και όλο κάτι δεν βγαίνει, τα παρατάς, δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους. Τίποτα δεν βοηθάει, ο καιρός, το άδειο πορτοφόλι σου, το τηλέφωνο που δεν χτυπάει, το σπίτι που βαρέθηκες να σε περικυκλώνει, τα άστρα, όλα εναντίον μας. 
  Η μέρα μεγάλωσε μα θα προτιμούσες να ήταν πάντα νύχτα, να ήταν μια παρατεταμένη κατάσταση κλεισμένων στοριών, κι εσύ να κοιμάσαι γιατί μόνο τότε δεν σκέφτεσαι. Φαίνεται, έτσι είναι τελικά, αυτή τη γεύση έχεις όταν όλα ματαιώνονται μπροστά στα μάτια σου. Όλα σού αντιστέκονται και όσο και να απλώσεις τα χέρια σου, απλά δεν τα φτάνεις. Είναι πόνος αυτό, το να μην μπορείς να κάνεις αυτά που ονειρευόσουν; Είναι θυμός; Σαν να γινε η ζωή μας ένα σπίτι, από το οποίο μας βγάζουν έξω, θα γίνει λένε ιδιοκατοίκηση. Πάνω που είχες βολευτεί, πάνω που άρχισες να βρίσκεις μια θέση για το κάθε έπιπλο, μόλις άρχισες να το ζεις και να το χαίρεσαι, σε πετάνε έξω. Απλά. Και άντε, σπίτι βρίσκεις άλλο, ζωή;
  Υπάρχει χαρά κάπου εκεί έξω; Κι αν υπάρχει πόσο κρατάει; Και τι την προκαλεί; Είναι τρομακτικό, ακούω και διαβάζω τόσο σπάνια την λέξη αυτή πλέον, φοβάμαι μήπως βγει εντελώς από το λεξιλόγιο μας, κι όπως κάποιες γλώσσες θεωρούνται νεκρές γλώσσες, γίνει κι η χαρά μια λέξη νεκρή. Ακόμα κι αν την νιώθεις, σε κρατάει, σού δίνει δύναμη για την επόμενη μέρα ή είναι ψιλοχαρά; Σαν να λέμε ψιλοκοιμήθηκα, ψιλοπληρώθηκα, ψιλοτσίμπησα κάτι; Ψιλοχάρηκα λοιπόν; Ψιλοέζησα υπάρχει άραγε; Είμαστε μάρτυρες του θανάτου λέξεων και εννοιών, μάρτυρες στη γέννηση άλλων. Παρατηρητές γίναμε, της ίδιας της ζωής μας, γιατί εμείς σίγουρα δεν την ζούμε.
  Βλέπω πολλούς ανθρώπους να έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο. Μηχανικές κινήσεις, μηχανικά λόγια, μηχανικές συζητήσεις. Όλοι κοιτάνε κάπου πέρα, μα πού κοιτάνε, κλείστηκε ο καθένας στις σκέψεις του, σκέψεις φυλακή και σε αυτό το δικαστήριο, έφεση δεν υπάρχει. Τα λουλούδια άρχισαν να μαραίνονται στα μπαλκόνια, πού μυαλό για πότισμα, τα αμάξια που μείνανε στέκουνε βρώμικα, σκασίματα στα σπίτια, σοβάδες που πέφτουνε, όλα παραμελημένα. Το ξέρω, είναι μέχρι να πιάσεις πάτο και να πεις δεν πάει άλλο, πρέπει να ξυπνήσω, να αρχίσω να δραστηριοποιούμαι γιατί στο τέλος θα είμαι σαν ζωντανός νεκρός.
  Πόσα θα χάσουμε ακόμα μέχρι να έρθει η ώρα που θα το πούμε και εμείς αυτό; Ότι και αν κάνεις, όσο κι αν ξεγελιέσαι, όταν μένεις μόνος σου, δεν νιώθεις καλά. Ανατρέχεις στην μέρα που πέρασε, που ίσως να ήταν και καλή, καλύτερη από άλλες, αλλά ξέρεις ότι δεν είσαι καλά, δεν έφτασε ούτε αυτή η μέρα για να σε γιατρέψει. Πάλι κάτι λείπει, λείπουν πολλά βασικά, κάτι θα σε κάνει να αργήσεις να κοιμηθείς, κάτι θα υπάρχει που θα σε κάνει να στριφογυρνάς στο κρεβάτι σου. Μην είναι αυτή η λέξη που την ξέχασες κι έχει γίνει λέξη νεκρή; Μην είναι που θες να αναπνεύσεις αλλά σού κλέβουν το οξυγόνο σου; Μην είναι πού θα θελες να είσαι οπουδήποτε αλλού, εκτός από δώ;
Είναι πολλές οι δύσκολες μέρες τον τελευταίο καιρό, είναι πολλές κι οι δύσκολες οι νύχτες. Την νύχτα ονειρεύεσαι όσα σού απαρνιούνται την ημέρα, μακάρι να πάρουμε ό,τι χρειαζόμαστε, ό,τι έχει ανάγκη το μέσα μας και ας μην ξαναδώ όνειρο ποτέ μου.

Άννα Τζούτζου

0 Response to "ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΕΘΑΙΝΕΙ"

Δημοσίευση σχολίου

powered by Blogger | WordPress by Newwpthemes | Converted by BloggerTheme